- τετίημαι
- Α(επικ. παρακμ. χωρίς ενεστ.)1. είμαι λυπημένος («τετιημένος ἦτορ» — θλιμμένος στην καρδιά του, Ομ. Ιλ.)2. (η μτχ. ενεργ. παρακμ. με την ίδια σημ.) φρ. «τετιηότι θυμῷ» — με θλιμμένη καρδιά, με περίλυπη ψυχή.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *kwei- «προσέχω, παρατηρώ» (πρβλ. τηρῶ* «φυλάω, προσέχω», τηρός «φύλακας, προστάτης»). Κατ' άλλους, ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *kweiә- «ηρεμώ, ευτυχώ» (πρβλ. λατ. quies «ηρεμία, ανάπαυση») μέσω μιας υποθετικής σημ. τού ρ. «βουβαίνομαι από αμηχανία ή από δυσαρέσκεια». Οι παραπάνω απόψεις, ωστόσο, δεν θεωρούνται πια πιθανές και ο τ. αποτελεί μάλλον μεμονωμένη περίπτωση].
Dictionary of Greek. 2013.